Dictionary of Greek. 2013.
ιωτογραφώ — ἰωτογραφῶ, έω (Α) ἰωτίζω*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰῶτα + γραφῶ (< γράφος < γράφω), πρβλ. πολιτο γραφώ] … Dictionary of Greek